βιομηχανοποιώ

βιομηχανοποιώ
(-έω)
1. μετατρέπω κάποιον παραγωγικό κλάδο σε βιομηχανία
2. μετατρέπω την οικονομία μιας χώρας σε βιομηχανική
3. εκμεταλλεύομαι πρώτη ύλη με βιομηχανικά μέσα
4. εκμεταλλεύομαι πνευματική απασχόληση για χρηματισμό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • βιομηχανοποιώ — βιομηχανοποιώ, βιομηχανοποίησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • βιομηχανοποιώ — ησα, ήθηκα, βιομηχανοποιημένος 1. εκμεταλλεύομαι πρώτες ύλες με βιομηχανικό τρόπο, μετατρέπω βιοτεχνίες ή άλλες εργασίες που γίνονται με τα χέρια σε βιομηχανίες: Πολλές βιοτεχνίες βιομηχανοποιούνται. 2. μετατρέπω την οικονομία μιας χώρας από… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -ποιώ — ποιῶ, ΝΜΑ β συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε ποιός (πρβλ. αρτοποιώ < αρτοποιός, νεωτεροποιώ < νεωτεροποιός), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό ποιώ λειτούργησε ως παραγωγική… …   Dictionary of Greek

  • αβιομηχανοποίητος — η, ο αυτός που δεν υποβλήθηκε ή δεν μπορεί να υποβληθεί σε βιομηχανική κατεργασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + βιομηχανοποιώ] …   Dictionary of Greek

  • εκβιομηχανίζω — εκβιομηχάνισα, εκβιομηχανίστηκα, εκβιομηχανισμένος, μτβ., αναπτύσσω μια χώρα βιομηχανικά τόσο, ώστε να αποτελεί σ αυτή η βιομηχανία τον κυριότερο παράγοντα της εθνικής της οικονομίας, τη βιομηχανοποιώ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”