βιομηχανοποιώ — βιομηχανοποιώ, βιομηχανοποίησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
βιομηχανοποιώ — ησα, ήθηκα, βιομηχανοποιημένος 1. εκμεταλλεύομαι πρώτες ύλες με βιομηχανικό τρόπο, μετατρέπω βιοτεχνίες ή άλλες εργασίες που γίνονται με τα χέρια σε βιομηχανίες: Πολλές βιοτεχνίες βιομηχανοποιούνται. 2. μετατρέπω την οικονομία μιας χώρας από… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-ποιώ — ποιῶ, ΝΜΑ β συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε ποιός (πρβλ. αρτοποιώ < αρτοποιός, νεωτεροποιώ < νεωτεροποιός), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό ποιώ λειτούργησε ως παραγωγική… … Dictionary of Greek
αβιομηχανοποίητος — η, ο αυτός που δεν υποβλήθηκε ή δεν μπορεί να υποβληθεί σε βιομηχανική κατεργασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + βιομηχανοποιώ] … Dictionary of Greek
εκβιομηχανίζω — εκβιομηχάνισα, εκβιομηχανίστηκα, εκβιομηχανισμένος, μτβ., αναπτύσσω μια χώρα βιομηχανικά τόσο, ώστε να αποτελεί σ αυτή η βιομηχανία τον κυριότερο παράγοντα της εθνικής της οικονομίας, τη βιομηχανοποιώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)